- οικηματικός
- οἰκηματικός, -ή, -όν (Α) [οίκημα]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οίκημα, στην οικία («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰκηματικῶν — οἰκηματικός of a dwelling house fem gen pl οἰκηματικός of a dwelling house masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)